ρογιάζω

ρογιάζω
μετ. с.-х. нанимать (пастуха и т. л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρογιάζω" в других словарях:

  • ρογιάζω — Ν [ρόγα] μισθώνω, προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου …   Dictionary of Greek

  • ρογιάζω — ιασα, παίρνω κάποιον στη δούλεψή μου με μισθό (ρόγα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαριάζω — (Μ ἀπαριάζω) παρακμάζω, παραμελώ, παραγκωνίζω, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαριάζω ετυμολογείται από το παρjάζω < παρεάζω (πρβλ. μσν. παρεάω «αφήνω κάτι να φύγει, εγκαταλείπω»), ενώ κατ άλλους από αμπαριάζω < αναπαριάζω. Σύμφωνα τέλος με… …   Dictionary of Greek

  • ξερογιάζω — (διαλ.) απομακρύνω κάποιον από την έμμισθη εργασία του, από τη ρόγα του, από τον μισθό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ρογιάζω «προσλαμβάνω κάποιον με μισθό» (< ρόγα «μισθός»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»